Έμβλημα Κυπριακής Δημοκρατίας

Ομιλίες


ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΣΥΜΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΝ ΛΟΓΩ ΔΙΑΤΑΞΗ (ΑΡΘΡΑ 4 ΚΑΙ 5 ΤΟΥ περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος 207(Ι)/89)
20/03/2005


Εισήγηση από τον πρώην Πρόεδρο της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, κύριο Χριστόδουλο Τσέλεπο, στο Σεμινάριο που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την εταιρεία μελετών «Η Θέμις», ημερομηνίας 18 και 19 Μαρτίου 2005, με θέμα:

ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ ΣΥΜΠΡΑΞΕΩΝ ΚΑΙ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΑΥΤΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΝ ΛΟΓΩ ΔΙΑΤΑΞΗ (ΑΡΘΡΑ 4 ΚΑΙ 5 ΤΟΥ περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος 207(Ι)/89)

Ι. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Α. Απαγόρευση των Περιοριστικών του Εμπορίου Συμπράξεων

Η απαγόρευση των περιοριστικών του εμπορίου συμπράξεων αποτελεί τον ένα εκ των δύο απαγορευτικών κανόνων, πάνω στους οποίου οικοδομείται ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμος 207(Ι)/89, όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα (εφεξής ο Νόμος). Η γενική ρήτρα περί απαγόρευσης των συμπράξεων που έχουν ως αντικείμενο ή αποτέλεσμα ή ενδεχόμενο αποτέλεσμα την παρακώλυση, τον περιορισμό ή την νόθευση του ανταγωνισμού τίθεται στο άρθρο 4 του Νόμου. Η απαγόρευση αυτή συνοδεύεται αφενός, από μία ενδεικτική απαρίθμηση των απαγορευμένων συμπράξεων και αφετέρου, από την πρόβλεψη της δυνατότητας παραχώρησης εξαίρεσης συμπράξεων που πληρούν συγκεκριμένα κριτήρια και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, όπως αναλύονται στο άρθρο 5.

Οι εν λόγω διατάξεις αποτελούν, με επουσιώδεις αποκλείσεις, μεταφορά των διατάξεων του άρθρου 81 της Συνθήκης (ΣυνθΕΚ), ενώ και τα κατά καιρούς σχετικά διατάγματα που εκδίδονται είναι σαφώς επηρεασμένα από τους αντίστοιχους κοινοτικούς κανονισμούς. Το γεγονός αυτό συνεπάγεται ότι η ερμηνεία και επεξεργασία των εν λόγω διατάξεων σε κοινοτικό επίπεδο, νομολογιακή ( μέσα από τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και των Δικαστηρίων) και θεωρητική, έχει μεγάλο ενδιαφέρον για την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 4 και 5 σε εθνικό επίπεδο, με την διευκρίνηση όμως, ότι τα εν λόγω άρθρα, ως και ο Νόμος γενικότερα, ως αναπόσπαστο κομμάτι της κυπριακής έννομης τάξης, έχουν ως σκοπό να διασφαλίσουν συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού στην κυπριακή αγορά, μίας αγοράς με τις διαρθρωτικές της ιδιομορφίες και πραγματικότητες. Ως εκ τούτου, η αντιμετώπιση των συμπράξεων, οριζόντιων και κάθετων, από την ΕΠΑ συμπίπτει σε μεγάλο βαθμό με την αντίστοιχη κοινοτική, χωρίς να παραβλέπονται όμως σε κάθε περίπτωση οι ιδιαιτερότητες της κυπριακής αγοράς.

Κεντρική και πρωταρχικής σημασίας έννοια των άρθρων 4 και 5, αλλά και του δικαίου του ανταγωνισμού γενικότερα είναι η έννοια της επιχείρησης. Σε αντίθεση με τις αντίστοιχες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου και τους σχετικούς νομοθετικούς κανόνες που δεν καθόρισαν την έννοια αυτή, ο εθνικός νομοθέτης, θεώρησε σκόπιμο, να ορίσει την έννοια αυτή στο άρθρο 1 του Νόμου, και όπως έπραξε και με το σύνολο των ορισμών που παρατίθενται στο ίδιο άρθρο, ακολούθησε αυτολεξή τις ερμηνείες που υιοθέτησε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και η Επιτροπή. Ως εκ τούτου, ο όρος «επιχείρηση» ερμηνεύεται ευρέως για σκοπούς του δικαίου του ανταγωνισμού.

Αντικείμενο του απαγορευτικού κανόνα του άρθρου 4 του Νόμου συνιστούν οι «συμπράξεις επιχειρήσεων», οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 1 του Νόμου, κατά τρόπο που να διαλαμβάνει οποιαδήποτε τυπική ή άτυπη, γραπτή ή άγραφη, εκτελεστή κατά νόμο ή μη συμφωνία ή την εναρμονισμένη πρακτική δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων ή την απόφαση ενώσεως επιχειρήσεων. Οι επιμέρους έννοιες που περιλαμβάνει ο ορισμός αυτός, ήτοι συμφωνία, απόφαση ένωσης επιχειρήσεων και εναρμονισμένη πρακτική ορίζονται επίσης στο άρθρο 1 του Νόμου, το οποίο υιοθετεί, όπως ήδη λέχθηκε, τους αντίστοιχους ορισμούς που ορίστηκαν νομολογιακά σε κοινοτικό επίπεδο.

Για να τύχει εφαρµογής το άρθρο 4(1) είναι απαραίτητο η υπό εξέταση σύµπραξη µεταξύ των µερών να έχει ως αντικείµενο ή ως αποτέλεσµα τον περιορισµό του ανταγωνισµού. Ο Νόμος αναφέρει ενδεικτικά παραδείγματα απαγορευμένων συμπράξεων, συγκεκριμενοποιόντας κατά αυτό το τρόπο την έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού. Καθότι ενδεικτική, η απαρίθμηση δεν περιορίζει τις μορφές συνεργασίας των επιχειρήσεων που εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου, γεγονός που επιτρέπει την αντιμετώπιση των ολοένα πρωτότυπων τρόπων που εφευρίσκουν οι επιχειρήσεις με στόχο να αποφύγουν τις προσπάθειες και υποχρεώσεις που συνεπάγεται ο ελεύθερος και θεμιτός ανταγωνισμός, συνεργαζόμενες μεταξύ τους κατά τρόπο που βλάπτει τα συμφέροντα των καταναλωτών και την οικονομία γενικότερα.

Κρίνεται σκόπιμο να τονιστεί ότι, συµπράξεις µεταξύ επιχειρήσεων, όπως στην περίπτωση cartels, που έχουν ως σκοπό τον καθορισµό των τιµών, της παραγωγής ή του ύψους των πωλήσεων, τον καταµερισµό της αγοράς, τον περιορισµό των εισαγωγών ή των εξαγωγών, συνιστούν σοβαρές παραβάσεις της νοµοθεσίας περί ανταγωνισµού, λόγω του ότι επηρεάζουν δυσµενώς τα συµφέροντα τόσο των καταναλωτών, όσο και των επιχειρήσεων στην αγορά. Γι’ αυτό το λόγο η ΕΠΑ, εντός του 2003, προχώρησε στην εξαγγελία του «Σχεδίου Απαλλαγής και Μείωσης Προστίµων», με στόχο την προώθηση καταγγελιών παράνοµων συµπράξεων (cartels) ή και την επίτευξη συνεργασίας και αµφίδροµης επικοινωνίας µε επιχειρήσεις οι οποίες συµµετέχουν στην παράνοµη σύµπραξη, µε σκοπό τη ανίχνευση και πάταξη αυτών των παρανόµων συµπράξεων (cartels).

Οι έννομες συνέπειες παράβασης της απαγόρευσης, ήτοι η εφαρμογή συμπράξεων που απαγορεύονται σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα του άρθρου 4, ορίζονται επίσης στο εν λόγω άρθρο, που προνοεί ότι αυτές θεωρούνται εξ’ υπαρχής άκυρες.

Β. Εξαιρέσεις

Η απαγόρευση των περιοριστικών του εμπορίου συμπράξεων στο άρθρο 4 δεν είναι απόλυτη, αφού στο ίδιο άρθρο τίθεται και η δυνατότητα παραχώρησης εξαιρέσεων. Αναγνωρίζεται ότι σε κάποιες περιπτώσεις και υπό ορισμένες προϋποθέσεις οι συμφωνίες που περιορίζουν τον ανταγωνισμό, μπορούν ταυτόχρονα να έχουν ευεργετικά αποτελέσματα, χάρη της βελτίωσης της αποτελεσματικότητας των επιχειρήσεων, η οποία συμβάλλει στη μείωση του κόστους παραγωγής, στην αύξηση της παραγωγικότητας, στην αναβάθμιση της ποιότητας και στην δημιουργία νέων προϊόντων, με αποτέλεσμα ο καταναλωτής να έχει την δυνατότητα να επιλέγει από ένα ευρύ φάσμα προϊόντων και υπηρεσιών καλύτερης ποιότητας και προσιτής τιμής.

Γι’ αυτό το λόγο, το άρθρο 4(3) προβλέπει ότι συμπράξεις επιχειρήσεων που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 4(1) δύνανται να επιτραπούν και να κριθούν έγκυρες κατά Νόμο και ισχυρές, δυνάμει Διατάγματος ή κατόπιν αποφάσεως της Επιτροπής, εφόσον πληρούν σωρευτικά τις προϋποθέσεις του άρθρου 5(1), ήτοι (α) συμβάλλουν, με εύλογη συμμετοχή των καταναλωτών στην προκύπτουσα ωφέλεια, στη βελτίωση της παραγωγής ή της διανομής αγαθών ή στην προώθηση της τεχνικής ή οικονομικής προόδου, (β) δεν επιβάλλουν στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις περιορισμούς πέραν των απολύτως αναγκαίων προς επίτευξη των πιο πάνω σκοπών και (γ) δεν επιτρέπουν στις επιχειρήσεις στις οποίες αφορά η σύμπραξη τη δυνατότητα κατάργησης του ανταγωνισμού σε σημαντικό τμήμα της αγοράς του οικείου προϊόντος.

Το άρθρο 5(1) εφαρμόζεται είτε σε μεμονωμένες συμφωνίες, είτε σε κατηγορίες συμφωνιών μέσω των διαταγμάτων απαλλαγής κατά κατηγορία, όπως στον τομέα της αυτοκινητοβιομηχανίας, ασφάλισης, ναυτιλιακών μεταφορών και στις συμφωνίες έρευνας και ανάπτυξης. Η ατοµική εξαίρεση συγκεκριµένης σύµπραξης από τις διατάξεις του άρθρου 4(1) του Νόµου, χορηγείται µε απόφαση της ΕΠΑ κατά τα οριζόµενα στο άρθρο 18 του Νόµου, ήτοι κατόπιν της υποβολής σχετικής αίτησης για ατοµική εξαίρεση. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να σηµειωθεί ότι, το βάρος απόδειξης για µια συγκεκριµένη σύµπραξη ότι πληρεί σωρευτικά τις προϋποθέσεις του άρθρου 5(1), βαραίνει το µέρος που θέλει να εξασφαλίσει την ατοµική εξαίρεση. Αντίθετα στην περίπτωση όπου μια συμφωνία καλύπτεται από την απαλλαγή κατά κατηγορία (block exemption), τότε οι επιχειρήσεις απαλλάσσονται από το βάρος της απόδειξης.

Εφόσον πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, συνάγεται ότι τα ευνοϊκά αποτελέσματα για τον ανταγωνισμό μιας συμφωνίας υπερτερούν έναντι των αρνητικών, και ως εκ τούτου η συμφωνία είτε κηρύσσεται συμβατή ( στην περίπτωση ατομικής εξαίρεσης) με τους κανόνες του ανταγωνισμού και κατ’ επέκταση έγκυρη, είτε τεκμαίρεται συμβατή στην περίπτωση που καλύπτεται από την απαλλαγή κατά κατηγορία.

Στο σημείο αυτό, κρίνεται σκόπιμο να σημειωθεί ότι στο νέο νομοσχέδιο το οποίο έχει προωθηθεί στην Βουλή των Αντιπροσώπων, και το οποίο εναρμονίζεται πλήρως με τις διατάξεις του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1/2003, έχει καταργήσει το σύστημα γνωστοποίησης, το οποίο προβλέπεται από τα άρθρα 16 και τα άρθρα 18 του Νόμου. Στο πλαίσιο του νέου νομικού συστήματος, οι συμφωνίες που πληρούν τους όρους του άρθρου 5(1) του ισχύοντος Νόμου, θα είναι νόμιμα έγκυρες και εκτελεστές χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη έκδοση απόφασης της Επιτροπής. Η κατάργηση της υποχρέωσης γνωστοποίησης προϋποθέτει την κατανόηση και εμπέδωση των αρχών και κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού, ως θεμελιώδους αρχής που διαπνέει την οικονομία, καθότι η άμεση εφαρμογή των κανόνων εξαίρεσης επιφορτίζει τις επιχειρήσεις και τους συμβούλους με την ευθύνη για την αξιολόγηση των συμφωνιών τους και κρίση περί του συμβατού αυτών με το δίκαιο του ανταγωνισμού. Στην περίπτωση καταγγελιών για παράβαση του άρθρου 4 του Νόμου και ακόμη σε αυτεπάγγελτη έρευνα, το βάρος απόδειξης μετατίθεται στην επιχείρηση, για να αποδείξει στην ΕΠΑ ότι πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 του Νόμου.


ΙΙ. ΕΦΑΡΜΟΓΗ και ερμηνεια μεσα απο τις αποφασεις της ΕΠΑ

Η ΕΠΑ , ως το αρμόδιο όργανο για την εφαρμογή του Νόμου και ως ανεξάρτητη διοικητική αρχή, έχει προχωρήσει στην έκδοση σειράς αποφάσεων, όπου είχε την ευκαιρία να εφαρμόσει τις πρόνοιες των άρθρων 4 και 5. Στη συνέχεια θα προχωρήσουμε, σε μία πιο ενδελεχή παρουσίαση κάποιων αποφάσεων με στόχο να διαφανεί ο τρόπος που η ΕΠΑ ερμήνευσε και εφάρμοσε τις σχετικές διατάξεις.

Το θέμα της έννοιας της επιχείρησης έχει απασχολήσει την ΕΠΑ στο σύνολο των αποφάσεων της, και ερμήνευσε την έννοια αυτή με πνεύμα ανάλογο αυτού που έχει υιοθετηθεί σε κοινοτικό επίπεδο, αποδεχόμενη τον ευρύτερο δυνατό ορισμό. Σε αρκετές αποφάσεις της, η ΕΠΑ αφού επανέλαβε, τον ορισμό του Νόμου που προνοεί ότι «επιχείρηση σηµαίνει κάθε φυσικό ή νοµικό πρόσωπο που ασκεί οικονοµικής ή εµπορικής φύσεως δραστηριότητες, ανεξάρτητα αν οι δραστηριότητές του είναι κερδοσκοπικές ή όχι.», δέχθηκε, περαιτέρω ότι, « η έννοια επιχείρηση, στο πλαίσιο του ανταγωνισµού συµπεριλαµβάνει κάθε οντότητα που ασκεί οικονοµικής ή εµπορικής φύσεως δραστηριότητες, ανεξάρτητα από τη νοµική της υπόσταση και τον τρόπο µε τον οποίο χρηµατοδοτείται» και δεχόμενη ότι «ο όρος «οικονοµικής φύσεως δραστηριότητα», εφαρµόζεται σε οποιαδήποτε δραστηριότητα που έχει σχέση µε την προσφορά αγαθών και/ή υπηρεσιών σε συγκεκριµένη αγορά, ανεξάρτητα από το νοµικό καθεστώς που το διέπει και τον τρόπο της χρηµατοδότησης του» και θεώρησε πρόσωπα όπως τον Παγκύπριο Οδοντιατρικό και Ιατρικού Σύλλογο, την Κοινοπραξία Μηχανοκίνητων Οχημάτων, Κυπριακή Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου και γενικά όλους τους επαγγελματικούς συλλόγους, ως επιχειρήσεις για τους σκοπούς του δικαίου του ανταγωνισμού.

Αναφορικά με το θέμα της έννοιας της « συμφωνίας», σε μία πρόσφατη απόφαση της ΕΠΑ, στα πλαίσια καταγγελίας που υπέβαλε ο Αντέννα Λτδ ενατίον των εταιρειών Lumiere T.V. Ltd, Lumiere Services Ltd και της Κυπριακής Οµοσπονδίας Ποδοσφαίρου (ΚΟΠ) Καταγγελίες του τηλεοπτικού σταθµού ΑΝΤΕΝΝΑ Λτδ εναντίον των εταιρειών Lumiere T.V. Ltd, Lumiere Services Ltd και της Κυπριακής Οµοσπονδίας Ποδοσφαίρου (ΚΟΠ) για παράβαση του άρθρου 4 ή/και 6 του Νόµου 207/89.
, η ΕΠΑ σημείωσε τα εξής: «συµφωνία» σηµαίνει οποιαδήποτε διευθέτηση µεταξύ δύο επιχειρήσεων, δυνάµει της οποίας το ένα εκ των µερών εκουσίως αναλαµβάνει την υποχρέωση να περιορίσει την ελευθερία του προς ενέργεια αναφορικά µε το άλλο των µερών. Ο όρος «συµφωνία» έχει ερµηνευθεί µε τέτοιο τρόπο, τόσο από το ΔΕΚ, το Πρωτοδικείο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και από την ΕΠΑ, ούτως ώστε να απαγορεύονται όλων των ειδών αθέµιτες συνεργασίες µεταξύ επιχειρήσεων. Καθοδηγητική είναι επίσης και η νοµολογία του ΔΕΚ και του Πρωτοδικείου, από την οποία προκύπτει ότι, για να υφίσταται συµφωνία κατά την έννοια του άρθρου 81(1) της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, αρκεί οι εµπλεκόµενες επιχειρήσεις να έχουν εκδηλώσει την κοινή τους βούληση να συµπεριφέρονται στην αγορά κατά ορισµένο τρόπο. Η ύπαρξη «συµφωνίας» προϋποθέτει την από κοινού λήψη αποφάσεων και τη συστράτευση για την εκτέλεση ενός κοινού σχεδίου, αλλά δεν είναι απαραίτητο να έχει γραπτή µορφή. Περαιτέρω, δεν είναι αναγκαίο να έχουν τηρηθεί ορισµένες διατυπώσεις, ούτε να προβλέπονται συµβατικές κυρώσεις ή µέτρα για την επιβολή της συµφωνίας. Αξίζει επίσης να σηµειωθεί ότι, η ύπαρξη συµφωνίας είναι δυνατό να είναι ρητή ή να προκύπτει εµµέσως από τη συµπεριφορά των µερών.»

Στην απόφαση υπ’ αρθμό 9/2002 και ημερομηνίας 27.8.2002, που αφορούσε αυτεπάγγελτη έρευνα για την πιθανή οµοιοµορφία στις τιµές παροχής υπηρεσιών από τον Παγκύπριο Οδοντιατρικό Σύλλογο, κατά παράβαση του άρθρου 4 του Ν.207/89, η ΕΠΑ, κατέληξε ότι ο Παγκύπριος Οδοντιατρικός Σύλλογος συνιστά ένωση επιχειρήσεων σύμφωνα με την έννοια του Νόμου και αποφάσισε ότι ο ΠΟΣ εκδίδοντας και κοινοποιώντας στα µέλη του νέο Πίνακα Οδοντιατρικών Υπηρεσιών (κατώτατο όριο) προέβηκε σε σύµπραξη που πιθανότατα έχει ως αντικείµενο ή αποτέλεσµα τον άµεσο ή έµµεσο καθορισµό τιµών παροχής υπηρεσιών των µελών του κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 4(1)(α) του Νόμου.

Στην υπόθεση αυτή, λήφθηκε σοβαρά υπόψη η σημασία του ελεύθερου προσδιορισμού των τιμών και τονίστηκε μεταξύ άλλων ότι οι τιµές των αγαθών και/ή υπηρεσιών αποτελούν τον κυριότερο µοχλό προώθησης του ανταγωνισµού στις περισσότερες αγορές. Θεώρησε η ΕΠΑ ότι ο καθορισµός του κατώτατου ορίου αµοιβής, συνιστά εµφανή περιορισµό του ανταγωνισµού και τέτοιου είδους καθορισµός περιορίζει τους επαγγελµατίες να ανταγωνίζονται ελεύθερα μεταξύ τους. Παράλληλα αφαιρεί από τους καταναλωτές την ελευθερία να αποκτήσουν αγαθά ή υπηρεσίες σε χαµηλότερες και/ή καλύτερες τιµές.

Στην υπόθεση εναντίον των εργοστασίων παραγωγής τούβλωνΑρ Φακ 11.17.01.08/2002 Καταγγελία Ομοσπονδίας Συνδέσμων Εργολάβων Οικοδομών Κύπρου εναντίον των εργοστασίων παραγωγής τούβλων, ημερομηνίας 12.12.2002 η Επιτροπή είχε την ευκαιρία να αναλύσει τις έννοιες παράλληλη συμπεριφορά και εναρμονισμένη πρακτική. Η ΕΠΑ παραθέτοντας νομολογία από το ΔΕΚ επισήμανε ότι «εναρμονισμένη πρακτική» καλύπτει μια μορφή συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων κατά την οποία τα εμπλεκόμενα μέρη, χωρίς να έχουν καταλήξει στο στάδιο τελικής συμφωνίας, εν γνώση τους αναπτύσσουν πρακτική συνεργασίας μεταξύ τους για χάρη αποφυγής του ανταγωνισμού. Κατά την εξέταση της ύπαρξης εναρμονισμένης πρακτικής, η κρισιμότητα δεν έγκειταί τόσο στον χαρακτηρισμό κάποιας σύμπραξης ως «συμφωνίας» ή «εναρμονισμένη πρακτική», αλλά κατά πόσο η υπό εξέταση συμπεριφορά συνιστά παράλληλη συμπεριφορά, η οποία δεν συνιστά παράβαση του ανταγωνισμού. Σημείωσε δε, ότι η ύπαρξη παράλληλης συμπεριφοράς από μόνη της δεν συνεπάγεται άμεσα την ύπαρξή εναρμονισμένης πρακτικής ιδιαίτερα δε όταν οφείλεται την δομή και τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς όπως στην περίπτωση ολιγοπωλίων.

Στην εν λόγω υπόθεση, η ΕΠΑ έχοντας υπόψη τα χαρακτηριστικά και της ιδιαιτερότητες της υπό εξέταση υπόθεσης, αποφάσισε ότι οι ταυτόχρονη αύξηση τιμών στα ίδια περίπου επίπεδα, κάθε άλλο παρά «φυσικό επακόλουθο» των αλλαγών της αγοράς μπορεί να θεωρηθεί και ύπαρξη εναρμονισμένης πρακτικής ενισχύθηκε από το γεγονός ότι υπήρχαν σαφείς ενδείξεις της άμεσης και/ή έμμεσης επαφής των παραγωγών.

Θα ήταν παράληψη να μην αναφερθώ στην απόφαση της ΕΠΑ εναντίον των εμπορικών τραπεζών Αρ. Φακ 11.17.01.36 Αυτεπάγγελτη έρευνα για πιθανή ομοιομορφία στις τραπεζικές χρεώσεις για παράβαση του άρθρου 4 του Νόμου, στα πλαίσια της οποίας, η ΕΠΑ διενήργησε την πρώτη αιφνίδια επιτόπου έρευνα, γνωστή ως dawn raid, στα γραφεία των εμπορικών τραπεζών- Ελληνική Τράπεζα Λτδ, Τράπεζα Κύπρου και Λαϊκή Τράπεζα Λτδ. Τέτοιου είδους αιφνίδιες επιτόπου έρευνες, είναι κρίσιμες στις περιπτώσεις όπου εξετάζεται πιθανή ύπαρξη cartel και η υπόθεση αυτή αποτελεί σαφή παράδειγμα. Από την εν λόγω αιφνίδια έρευνα συλλέχθηκαν τέτοια στοιχεία που απεδείκνυαν την ύπαρξη cartel μεταξύ των τραπεζών, οδηγώντας έτσι τις τρεις εμπορικές τράπεζες στην παραδοχή.

Σε πρόσφατη απόφαση της Αρ. Φακ 8.13.02.3 Αίτηση της Α.ΤΗ.Κ. για χορήγηση ατομικής πιστοποίησης ή ατομικής εξαίρεσης των συμφωνιών μεταξύ της Α.ΤΗ.Κ και των εταιρειών M & P MEGAFONE LTD, INFOTEL LTD, ALP (AELIOTIS) Ltd, Α. ΣΤΕΦΑΝΗΣ & ΣΙΑ Λτδ, ημερομηνίας 15.11.2004, η ΕΠΑ εφάρμοσε τις πρόνοιες του άρθρου 4 του Νόμου σε κάθετες συμφωνίες, ούτως ώστε να διαπιστώσει κατά πόσο αυτές μπορεί να επηρεάζουν την αγορά εντός της κυπριακής επικράτειας και παρεμποδίζουν ή νοθεύουν τον ανταγωνισμό. Η ΕΠΑ, έχοντας υπόψη τις κατευθυντήριες γραμμές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ερμήνευσε τις κάθετες συμφωνίες ως «συμφωνίες ή εναρμονισμένες πρακτικές που συνάπτονται μεταξύ δύο ή περισσότερων επιχειρήσεων, κάθε μια εκ των οποίων δραστηριοποιείται για το σκοπό την συμφωνίας σε διαφορετικό επίπεδο της αλυσίδας παραγωγής ή διανομής και που αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες τα μέρη μπορούν να προμηθεύονται, να πωλούν ή να μεταπωλούν ορισμένα αγαθά ή υπηρεσίες».

Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε την αίτηση της Α.ΤΗ.Κ. για χορήγηση ατομικής αρνητικής πιστοποίησης ή ατομικής εξαίρεσης, στην οποία μεταξύ άλλων ερμήνευσε τι εστί «γνήσια εμπορική αντιπροσωπεία» και τις περιπτώσεις όπου τέτοιου είδους συμφωνίες δύνανται να εκφεύγουν από τους κανόνες του ανταγωνισμού. Όλη η επιχειρηματολογία της ΕΠΑ βασίστηκε στην νομολογία του ΔΕΚ και στις ανακοινώσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Στην υπόθεση αυτή, κατέληξε ότι, παρόλο που οι συνεργάτες της Α.ΤΗ.Κ., δυνάμει της συμφωνίας, δεν έφεραν κανένα χρηματοοικονομικό κίνδυνο και συνεπώς αυτές θα μπορούσαν να κηρυχθούν ως συμφωνίες γνήσιας αντιπροσωπείας εκφέυγουσες από το δίκαιο του ανταγωνισμού, εντούτοις επειδή οι εν λόγω Συμφωνίες περιείχαν διατάξεις μη άσκησης ανταγωνισμού, οι οποίες συνιστούν σοβαρότατους περιορισμούς, μπορούσαν να παραβιάζουν του άρθρου 4 του Νόμου 207/89 και να οδηγούν σε αποκλεισμό της σχετικής αγοράς. Η ΕΠΑ περαιτέρω ανάφερε ότι «......οι επιχειρήσεις που κατέχουν δεσπόζουσα θέση δεν επιτρέπεται να επιβάλλουν υποχρεώσεις μη άσκησης ανταγωνισμού στους Συνεργάτες τους, εκτός εάν μπορούν να επικαλεσθούν αντικειμενικές δυσκολίες για την αιτιολόγηση μιας τέτοιας εμπορικής πρακτικής με γνώμονα το άρθρο 6 το οποίο εξετάζεται πιο κάτω». Η ΕΠΑ βασιζόμενη στην πιο πάνω αιτιολόγηση, απέρριψε το αίτημα της Α.ΤΗ.Κ για χορήγηση αρνητικής πιστοποίησης.

Η ΕΠΑ επίσης, προχώρησε απορρίπτοντας το αίτημα της Α.ΤΗ.Κ. για χορήγηση ατομικής εξαίρεσης, καθότι η ύπαρξη συμφωνίας με ρήτρα μη ανταγωνισμού σε συνδυασμό με την μονοπωλιακή θέση που κατέχει η Α.ΤΗ.Κ. και το μερίδιο αγοράς των εξειδικευμένων καταστημάτων πώλησης κινητών τηλεφώνων που απέκλειε την συμφωνία, ο ανταγωνισμός περιοριζόταν αισθητά σφραγίζοντας την αγορά σε επίπεδο προμηθευτή με κίνδυνο τη στεγανοποίηση της και ως εκ τούτου δεν πληρείτο η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 5 του Νόμου 207/89.

Τελειώνοντας, δεν θα ήταν δυνατό να μην γίνει μία σύντομη αναφορά στις πρόσφατες εξελίξεις που σηματοδότησε η ένταξη μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ειδικότερα ο Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003, όσο αφορά, μεταξύ άλλων, το θέμα των απαγορευμένων συμπράξεων. Η ΕΠΑ, καλείται να ανταποκριθεί στη πρόκληση εφαρμογής πλέον και του αντίστοιχου άρθρου 81 της Συνθήκης, γεγονός που σημαίνει αυξημένες υποχρεώσεις, τόσο από μέρους της ΕΠΑ, αλλά και των επιχειρήσεων και κατανόηση της σημασίας που αποδίδεται σε κοινοτικό επίπεδο σε θέματα προστασίας του ανταγωνισμού, καθότι ο ελεύθερος και ανόθευτος ανταγωνισμός, αποτέλεσε ένα από τους ακρογωνιαίους λίθους της κοινής αγοράς.

Σε αυτά τα πλαίσια, η ΕΠΑ θα εντείνει τις προσπάθειες της, τόσο κατά την εξέταση καταγγελιών, όσο και με αυτεπάγγελτες έρευνες, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των απαγορευμένων, σύμφωνα με το άρθρο 4, συμπράξεων, ώστε να συμβάλει αποφασιστικά στην αποκατάσταση, δημιουργία και διατήρηση συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού σε όλους τους τομείς της κυπριακής αγοράς και κυρίως στην εμπέδωση των αρχών του υγιούς ανταγωνισμού.







  Twitter Icon  Facebook Icon

Cartel Hotline

Αποφάσεις Επιτροπής

whistleblowers

Κριτήρια Προτεραιότητας

Προστασία Προσωπικών Δεδομένων

Σχέδιο Δημοσίευσης-Ν.184(Ι)/2017

Δημόσια Διαβούλευση

Πρόγραμμα Αμισθί Πρακτικής Εκπαίδευσης

Δημόσιες Συμβάσεις

Καν' το Ηλεκτρονικά

Ενημέρωσέ με

Προγράμματα Κατάρτισης Κέντρου Παραγωγικότητας

Περί Κϋπρου