Έμβλημα Κυπριακής Δημοκρατίας

Ομιλίες


Ομιλία του κύριου Κωστή Ευσταθίου αναφορικά με την Καταχρηστική Εκμετάλλευση Δεσπόζουσας θέσης
22/04/2005


Εισήγηση από μέλος της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, κύριο Κωστή Ευσταθίου, στο Σεμινάριο που πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με την εταιρεία μελετών «Η Θέμις», ημερομηνίας 18 και 19 Μαρτίου 2005, με θέμα:

Καταχρηστική Εκμετάλλευση Δεσπόζουσας Θέσης

Τόσο το άρθρο 4 όσο και το άρθρο 6 του Νόμου 207/89 εξυπηρετούν την ανάγκη προστασίας του ελεύθερου ανταγωνισμού στην Κυπριακή έννομη τάξη. Αν και οι δύο ρυθμίσεις τείνουν στο ίδιο αποτέλεσμα, το άρθρο 6 διαφοροποιείται, καθότι προσφέρει προστασία από ενδεχόμενη παράβαση των κανόνων του ανταγωνισμού από μονομερείς πράξεις επιχειρήσεων, οι οποίες κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην αγορά, σε αντίθεση ή σε αντιδιαστολή με την προστασία του άρθρου 4, η οποία προσφέρει προστασία από συλλογικές πράξεις πολλαπλών επιχειρηματιών στην Κύπρο.

Tόσο η διάταξη του άρθρου 4 αλλά και του άρθρου 6 του Νόμου 207/89 είναι εμπνευσμένη, αν και πολλοί την θεωρούν ότι είναι μεταφορά αυτούσια, των αντίστοιχων άρθρων 81 και 82 της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως έχουν σήμερα. Η διαπίστωση της αυτούσιας μεταφοράς των πιο πάνω ρυθμίσεων στην Κυπριακή έννομη τάξη, είχαν στο παρελθόν επιλύσει διάφορα προβλήματα κατά την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, καθότι ελλείψει νομικού δεσμευτικού προηγούμενου, η Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού εφάρμοζε στα πρώτα χρόνια λειτουργίας της την νομολογία όπως αυτή έχει αναπτυχθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο και ειδικώτερα το Ευρωπαϊκό Δίκαιο του Ανταγωνισμού.

Σήμερα η αναφορά και η αναζήτηση νομικού προηγούμενου στο χώρο του Ευρωπαϊκού Δίκαιου είναι αυτονόητη, ενόψει και της ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την άμεση εφαρμογή των κανόνων Ευρωπαϊκού Δικαίου στην Kυπριακή Eπικράτεια.

Το άρθρο 6 προστατεύει όπως είπαμε από μονομερείς ενέργειες επιχειρήσεων, οι οποίες κατέχουν δεσπόζουσα θέση στην κυπριακή αγορά και οι οποίες ασκούν καταχρηστική εκμετάλλευση αυτής της δεσπόζουσας θέσης. Επομένως κατά την εφαρμογή του άρθρου 6, θα πρέπει να έχουμε την συνδρομή των πιο κάτω απαραίτητων προϋποθέσεων:

(α) Ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης της επιχείρησης στην αγορά.

(β) Καταχρηστική εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης, η οποία να οδηγεί

(γ) σε δυσμενή επηρεασμό της αγοράς και του ανταγωνισμού σ’ αυτήν.

Με βάση τα πιο πάνω θα πρέπει να υπομνησθεί το αυτονόητο, ότι η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης δεν είναι αφ’ εαυτής πρόβλημα ή δεν συνεπάγεται επέμβαση και εφαρμογή του άρθρου 6. Αυτό το οποίο στοχεύει το άρθρο 6 είναι την καταχρηστική εκμετάλλευση αυτής της δεσπόζουσας θέσης.

Με τον τρόπο αυτό θα πρέπει να γίνει διάκριση του ικανού ή του σωστού επιχειρούντα στην αγορά από την επιχειρούντα στην αγορά ο οποίος εκμεταλλεύεται καταχρηστικά μια θέση την οποία έχει αποκτήσει σε αυτή. Όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο Γρηγόρης – Ευάγγελος Καλαβρός στο «Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο του Ανταγωνισμού» δεν μπορεί να κατηγορήσει κανένας τον Σιούμαχερ διότι μονοπωλεί στην Φόρμουλα Ι, ο οποίος με την σειρά του «δεν θα οδηγούσε γρήγορα αν δεν είχε στόχο να ξεπεράσει τους υπόλοιπους οδηγούς που αγωνίζονται μαζί του και να τερματίσει πρώτος, αποκομίζοντας όλα τα σχετικά οφέλη από αυτή την διάκριση». Θα πρόσθετα εδώ ότι ο Σούμαχερ θα ήταν υπόλογος εάν χρησιμοποιούσε αθέμιτα μέσα εκμεταλλευόμενος την τεράστια πείρα του ή την ικανότητα του κατασκευαστή του, αν δηλαδή τοποθετούσε μηχανή αεροπλάνου στην βολίδα του ή επετύγχανε την χρησιμοποίηση ακάθαρτου πετρελαίου στους κινητήρες των ανταγωνιστών του. Επομένως ο άρθρο 6 έχει εφαρμογή μόνον εκεί που υπάρχει η κατάχρηση της δεσπόζουσας θέσης και μόνον.

Βεβαίως, θα πρέπει να λεχθεί ότι πολλές φορές η κατοχή δεσπόζουσας θέσης δεν αποτελεί πάντοτε ανταμοιβή της εξαιρετικής επιχειρηματικής δράσης του επιχειρούντος. Σαν παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η κατοχή της δεσπόζουσας θέσης της ΑΤΗΚ, ΑΗΚ και άλλων Ημικρατικών Οργανισμών που οφείλεται αποκλειστικά στην απόλαυση για πολλά χρόνια του μονοπωλίου που είχαν στην έντονα ρυθμιζόμενη αγορά της Κύπρου.

Τι σημαίνει δεσπόζουσα θέση είναι θέμα πραγματικό. Πρόκειται για πραγματικό ερώτημα και είναι πολύ σοφή η προσέγγιση του άρθρου 82 της Συνθήκης των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πρώην άρθρο 86), αλλά και του άρθρου 6 του Νόμου 207/89 με την οποία δεν δίνεται ορισμός της έννοιας της δεσπόζουσας θέσης.

Έτσι η δεσπόζουσα θέση θα πρέπει να εξαχθεί από τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης. Αυτό το οποίο έχει αποφασισθεί ήδη από την δεκαετία του 70 είναι ότι η δεσπόζουσα θέση ορίζεται η θέση οικονομικής ισχύος που απολαμβάνει μια επιχείρηση η οποία της επιτρέπει να συμπεριφέρεται σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητα από τους ανταγωνιστές της, τους πελάτες της και, σε τελική ανάλυση, τους καταναλωτές. Η απόφαση σταθμός είναι η απόφαση στην υπόθεση 27/76 United Brands Company v. Commission [1978] ECR 207, παράγραφος 189.

Επανερχόμενος στο παράδειγμα του Σιούμαχερ, θα πρέπει να λεχθεί ότι τέτοιου είδους οικονομική ισχύς μπορεί να επιτρέπει στον κάτοχο της να εμποδίζει την διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού, υπό την έννοια ότι η επιχείρηση η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση ευρίσκεται πάντοτε πρώτη και πάντοτε κατανικά τους ανταγωνιστές της χωρίς τούτο είναι αφ’ εαυτού παράνομο.

Στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Continental Can 1972, Επίσημη Εφημερίδα L 7/25 είχεν ήδη επισημανθεί ότι, επιχειρήσεις απολαμβάνουν δεσπόζουσα θέση όταν έχουν την δύναμη να συμπεριφέρονται αυτόνομα, με αποτέλεσμα να είναι σε θέση να ενεργούν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους ανταγωνιστές τους, τους αγοραστές τους ή τους προμηθευτές τους.

Το πότε παρουσιάζει μια επιχείρηση τέτοια χαρακτηριστικά κρίνεται με βάση τα πραγματικά δεδομένα και ιδίως από το μερίδιο της αγοράς που κατέχει η επιχείρηση, την δομή της αγοράς, τα τεχνολογικά οικονομικά εμπόδια και άλλα εμπόδια στην είσοδο των ανταγωνιστών στην αγορά, ο δυναμισμός της αγοράς στην συγκεκριμένη περίοδο και άλλα. Για να καταδειχθεί ένα παράδειγμα, αναμφίβολα επειδή παρουσιάζεται τα τελευταία χρόνια ένας δυναμισμός και μία αυξημένη χρήση του πλαστικού χρήματος, οι εταιρείες οποίες λειτουργούν στον τομέα της αγοράς του πλαστικού χρήματος καθίστανται ως κατέχουσες δεσπόζουσα θέση, ανεξάρτητα του ποσοστού αγοράς που έχουν στη συγκεκριμένη περίπτωση, εξαιτίας ακριβώς του δυναμισμού του συγκεκριμένου τομέα αγοράς και των τεχνολογικών εμποδίων που υπάρχουν σε άλλους πιθανούς ανταγωνιστές τους να πράξουν ως αυτοί.

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι ποσοστό της αγοράς στην περίπτωση που αυτό κατέχεται σε πολύ μεγάλους αριθμούς, αποτελεί ασφαλή ένδειξη κατοχής δεσπόζουσας θέσης π.χ. εταιρεία η οποία κατέχει 50-60% του μεριδίου αγοράς ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας είναι κατά κανόνα απίθανο να μην χαρακτηρισθεί ως κατέχουσα δεσπόζουσα θέση. Εκεί που θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία είναι στην περίπτωση κατά την οποία εταιρεία ή επιχείρηση η οποία κατέχει 25-30% όταν το αντίστοιχο ποσοστό μεριδίου αγοράς των ανταγωνιστών της κυμαίνονται μεταξύ 5-10%. Σε εκείνη την περίπτωση ακριβώς εξετάζεται και το μερίδιο αγοράς των ανταγωνιστών για να καταδειχθεί κατοχή δεσπόζουσας θέσης.

Εν πάση περιπτώσει θα πρέπει να υπομνησθεί ξανά η υπόθεση United Brands στην οποία αποφασίσθηκε ότι η κατοχή δεσπόζουσας θέσης προκύπτει γενικά από την συνδρομή περισσοτέρων παραγόντων και προϋποθέσεων, οι οποίες, εάν ελαμβάνοντο υπόψη μεμονωμένα, πιθανόν να μην οδηγούσαν απαραίτητα στην έννοια της δεσπόζουσας θέσης. Έτσι σε εκείνη την υπόθεση κρίθηκε ότι η κατοχή ποσοστού 40% μεριδίου αγοράς, ενώ των ανταγωνιστών περιοριζόταν στο 15%, η δομή και η δύναμη της επιχείρησης η οποία της επέτρεπε να δρα ανεξάρτητα από ανταγωνιστές και η τεχνολογική δύναμη της εταιρείας οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι στην προκείμενη περίπτωση υπήρχε δεσπόζουσα θέση της επιχείρησης.

Θα πρέπει όμως εδώ να αναφερθεί ότι ακόμη και όπου το μερίδιο αγοράς είναι υψηλό δεν συνεπάγεται από μόνο του κατοχή δεσπόζουσας θέσης όταν τα εμπόδια εισόδου ανταγωνιστή είναι πολύ χαμηλά ή όταν η πελατεία δεν είναι σταθερή. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα που είχεν δώσει ο καθηγητής Michel Waelbroeck στο σύγγραμμα του DROIT ECONOMIQUE des COMMUNAUTES EUROPEENNES αναφορικά με την ταινία ΕΤ: Οι θεατές οι οποίοι είχαν πάει να δουν την συγκεκριμένη ταινία και οι οποίοι την απόλαυσαν, δεν σήμαινε ότι αναγκαστικά θα παρακολουθούσαν την επόμενη ταινία της εταιρείας διανομής του συγκεκριμένου έργου.

Η δεσπόζουσα θέση μπορεί να κατέχεται από πέραν της μίας επιχείρησης. Αυτό συμβαίνει στην περίπτωση του «καρτέλ» ή στην περίπτωση που ένας όμιλος επιχειρήσεων ενεργούν από κοινού αλλά και αποτελούν μέρος μιας οικονομικής ενότητας. Στην περίπτωση αυτή εξετάζονται από κοινού η συνδρομή τόσο του άρθρου 6 αλλά και του άρθρου 4 του Νόμου. Η πιο πάνω περίπτωση είναι η περίπτωση του ολιγοπωλίου.

Στην υπόθεση HOFFMANN v. LA ROCHE αποφασίσθηκε ότι η δεσπόζουσα θέση θα πρέπει να διαχωριστεί από την παράλληλη συμπεριφορά στις περιπτώσεις ολιγοπωλίου. Για να γίνει κατανοητή η πιο πάνω προσέγγιση θα πρέπει να πούμε ότι είναι πιθανόν, λόγω της δομής της αγοράς, μία εταιρεία να συμπεριφέρεται παράλληλα ή να προσπαθεί να μιμηθεί ή να είναι αναγκασμένη να ακολουθεί συμπεριφορά του ανταγωνιστή της λόγω του ολιγοπωλίου στην αγορά, διότι αλλιώτικα εάν δεν το πράξει θα βρεθεί σε μειονεκτική θέση έναντι του ανταγωνιστή της. Σε αυτή την περίπτωση ασφαλώς δεν μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι έχουμε δεσπόζουσα θέση ή συλλογική δεσπόζουσα θέση.

Στην Κύπρο υπάρχει έντονα ο θεσμός ή ο χαρακτήρας του ολιγοπωλίου και ιδιαίτερα του δυοπωλίου. Όλοι μας έχουμε υπόψη μας ότι στο άμεσο παρελθόν υπήρχαν δύο μάρκες μπύρας ή καφέ ή γάλακτος. ........Σε εκείνη την περίπτωση αν και οι εταιρείες αυτές συμπεριφέροντο κατά τρόπο παράλληλο, εντούτοις δεν απεδείχθη προσυνεννόηση μεταξύ τους ή κατοχή συλλογικά δεσπόζουσας θέσης, αφενός λόγω του μεριδίου της αγοράς μίας εκάστης, που εκυμαίνοντο στα ίδια επίπεδα και αφ’ ετέρου λόγω της θέσης τους ότι ήταν αναγκασμένες να ακολουθεί η μία την άλλη τόσο στις τιμές όσο και στην τυποποίηση λόγω ακριβώς της φύσης της αγοράς.

Πριν να προχωρήσουμε στην έννοια της κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης θα πρέπει να αναφερθούν και τα πιο κάτω αναφορικά με την ανάλυση που θα πρέπει να γίνεται κάθε φορά ως προς την αγορά του συγκεκριμένου προϊόντος:

Η αγορά αυτή θα πρέπει να εξετάζεται γεωγραφικά, σύμφωνα με το προϊόν και χρονικά. Στην Κύπρο λόγω του μεγέθους της επικράτειας, κατά κανόνα ως αγορά θα πρέπει να θεωρηθεί ολόκληρη η έκταση του νησιού. Σε τούτο συγκλίνουν οι πολύ μικρές αποστάσεις, το άρτιο οδικό δίκτυο, τα χαμηλά κόστη μεταφοράς και η κατά κανόνα αντοχή του προϊόντος κατά την μεταφορά. Ίσως η μοναδική περίπτωση κατά την οποία η αγορά θα πρέπει να διαχωριστεί σε επιμέρους γεωγραφικές περιοχές είναι αυτή της οικοδομικής βιομηχανίας λόγω της ταχείας πήξης των οικοδομικών υλικών πχ. σκυροδέματος και του επιπρόσθετου κόστους που θα συνεπάγεται η μεταφορά του σκυροδέματος από μία περιοχή σε άλλη, όταν ειδικά η τιμή του τελικού προϊόντος είναι χαμηλή. Εξάλλου αυτή ήταν και η προσέγγιση της ΕΠΑ σε υπόθεση η οποία εξετάσθηκε στο πρόσφατο παρελθόν αναφορικά με την συμπεριφορά εταιρειών σκυροδέματος στην περιοχή Πάφου – Λεμεσού.

Παράλληλα θα πρέπει να αναφερθεί ότι το κριτήριο της εναλλξιμότητος των προϊόντων λαμβάνεται και αυτό υπόψη όπως π.χ. η προτίμηση των καταναλωτών.

Εάν δηλαδή μία εταιρεία κατέχει μεγάλο μερίδιο αγοράς στην αγορά του βοδινού κρέατος ή στο έτοιμο φαγητό με βάση το βοδινό κρέας αυτό συνεπάγεται δεσπόζουσα θέση έναντι ανταγωνιστή της ο οποίος ασχολείται με την αγορά έτοιμου φαγητού με βάση το κοτόπουλο;

Αυτό είναι ένα θέμα το οποίο θα εξετασθεί με βάση τις συνήθειες του καταναλωτή και όπως έχουμε πει προηγουμένως είναι θέμα πραγματικό και έρευνας.

Τελειώνοντας αναφέρουμε και το χρονικό μέρος της αγοράς με ένα παράδειγμα. Τι γίνεται στην περίπτωση της αγοράς παγωτού; Ασφαλώς το καλοκαίρι το παγωτό είναι σε πρώτη ζήτηση ενώ τον χειμώνα ο καταναλωτής πιθανότατα να ικανοποιηθεί με άλλου είδους προϊόν, όπως σοκολάτα. Σε αυτή την περίπτωση το γεγονός ότι το αγοραστικό κοινό στρέφεται στην σοκολάτα τον χειμώνα, πιθανότατα να έχει ως αποτέλεσμα να μην τεκμηριωθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης εταιρείας η οποία παρουσιάζει υψηλές επιδόσεις στην αγορά του παγωτού κατά το καλοκαίρι.

Όλα τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι ειδικά με το άρθρο 6, αυτό το οποίο είναι αναγκαίο είναι η λεπτομερής καταγραφή των μεγεθών , χαρακτηριστικών και τάσεων της αγοράς του προϊόντος αλλά και της επιχείρησης προκειμένου να καταδειχθεί η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσης.

Ακόμα και αυτή τούτη η έλλειψη εν δυνάμει ανταγωνισμού, μπορεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις να αποτελέσει αποφασιστική ένδειξη (indice determinant) κατοχής δεσπόζουσας θέσης. Στην απόφαση UNITED BRANDS (ανωτέρω) το Δικαστήριο κατέληξε ότι αποτελεί χαρακτηριστικό παράγοντα κατοχής δεσπόζουσας θέσης η έλλειψη ανταγωνιστή. Σε εκείνη την υπόθεση είχε διαπιστωθεί ότι ακόμη και αν θεωρητικά ήταν δυνατή η δημιουργία παρομοίου συστήματος παραγωγής ή και διάθεσης από ανταγωνιστές, εντούτοις αυτό προσέκρουε στην πραγματικότητα σε ανυπέρβλητα οικονομικά και τεχνικά εμπόδια.

Η προσέγγιση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία στην Κύπρο, αφού λόγω της γεωγραφικής θέσης, της μικρής σχετικά αγοράς και του γεγονότος ότι αυτή περιβάλλεται από θάλασσα, είναι πολλές φορές αδύνατη ή ασύμφορη η είσοδος νέου ανταγωνιστή με αποτέλεσμα η υφιστάμενη εταιρεία στην ουσία να απολαμβάνει δεσπόζουσα θέση για μόνο το γεγονός αυτό.

Η έννοια της κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης είναι το αντικείμενο της προστασίας του άρθρου 6. Η κατάχρηση είναι τόσο έννοια υποκειμενική όσο και αντικειμενική. Έχει κριθεί ότι λαμβάνεται υπόψη και η πρόθεση της εταιρείας, άρα το υποκειμενικό της κριτήριο (απόφαση General Motors Continental) όσο και το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς λαμβανομένων υπόψη των σκοπών της ρύθμισης. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι το άρθρο 6 είναι πολύ προσεκτικό στην διατύπωση του, γιατί ακριβώς αναφέρεται σε παραδειγματική κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και δεν εξαντλείται σε αυτά:

(α) Όσον αφορά στον άμεσο ή έμμεσο καθορισμό αθέμιτων τιμών ασφαλώς το ύψος της τιμής του προϊόντος το οποίο προσφέρεται στον καταναλωτή σε σχέση με το κόστος του λαμβάνεται σοβαρότατα υπόψη. Όσο μεγαλύτερη είναι η διαφορά τόσο μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης . Ακόμη και οι πολύ χαμηλές τιμές ενός προϊόντος ακριβώς για να «κτυπηθεί» ο ανταγωνιστής και να «κλείσει» είναι και αυτό ένδειξη κατάχρησης της δεσπόζουσας θέσης, όταν αυτή βεβαίως η συμπεριφορά έχει ως στόχο τον ανταγωνιστή και διαρκεί συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ανάλογα της περίπτωσης. Ζήτημα τίθεται και στην περίπτωση όπου η εταιρεία ανταμείβει τους καταναλωτές της με «δώρα» ή με «πρίμς». Σε αυτή την περίπτωση είναι πολύ σοβαρό το ενδεχόμενο να έχουμε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης διότι η εταιρεία προβαίνει στην ενέργεια αυτή για να «δέσει» τους πελάτες της ακριβώς διότι εκμεταλλεύεται την τεράστια οικονομική ή εμπορική της δύναμη εις βάρος του εν γένει ανταγωνισμού.

(β) Ανάλογη είναι και η περίπτωση του περιορισμού της παραγωγής ή της διάθεσης του προϊόντος. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα το οποίο όλοι ζούμε στην Κύπρο είναι η τάση των Σωματείων Ποδοσφαίρου να περιορίζουν την διάθεση εισιτηρίων συγκεκριμένων ποδοσφαιρικών αγώνων και να επιβάλλουν το λεγόμενο «καπελάκι» στην τιμή. Εδώ είναι κλασσική περίπτωση περιορισμού διάθεσης ακριβώς για να επιτευχθεί ο καθορισμός αθέμιτης τιμής προς ζημιά των καταναλωτών. Έχει δοθεί το συγκεκριμένο παράδειγμα ακριβώς για να αποτυπωθεί έντονα. Ασφαλέστατα περιορισμός ή η διάθεση του προϊόντος παρουσιάζεται σε πολύ μεγάλο εύρος.

(γ) Η εφαρμογή ανόμοιων όρων σε ισοδύναμες συναλλαγές ή το αντίστροφο και αυτό ενέχει στοιχεία κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης. Προς παράδειγμα μπορεί να τεθεί η απαίτηση καταβολής τοις μετρητοίς από συγκεκριμένο αγοραστή, ενώ τούτο δεν αναζητείται από άλλο αγοραστή ως «τιμωρία» του διότι διαθέτει ή προωθεί και προϊόντα ανταγωνιστή. Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινείται και το εδάφιο (δ) του Νόμου.

Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επανέλθουμε στην απόφαση HOFFMANN LA – ROCHE (ανωτέρω), 85/76 (1979) E.C.R. 461. Στην σημαντική αυτή απόφαση εξετάστηκε μεταξύ άλλων η πρακτική των «πριμς» (fidelity rebates) που ακολουθούσε η καταγγελθείσα εταιρεία προς τους πελάτες της, σύμφωνα με την οποία παρείχετο έκπτωση υπό τον όρο της αποκλειστικής ή της σε μεγάλο βαθμό προμήθειας προϊόντων της. Κρίθηκε ότι ο κατέχων την δεσπόζουσα θέση και ο οποίος «δένει» τους αγοραστές, ακόμα και μετά από εισήγηση των τελευταίων μέσω των πιο πάνω εκπτώσεων παραβαίνουν την διάταξη του άρθρου 82 πρώην 86 της Συνθήκης και κατά συνέπεια του άρθρου 6 του Νόμου. Σημειώνεται επίσης ότι αυτού του είδους η πρακτική μπορεί να λάβει πολλές μορφές και πολλές ονομασίες.

Σαν συμπέρασμα και σε τελευταία ανάλυση επαναλαμβάνουμε ότι το ζήτημα είναι καθαρά πραγματικό. Δεν υπάρχει κανένας απολύτως μαγικός ορισμός ή της δεσπόζουσας θέσης ή της κατάχρησης δεσπόζουσας θέσης. Αυτό που θα μπορούσε κάποιος να πει με βεβαιότητα είναι ότι εφόσον καταδειχθεί η δεσπόζουσα θέση αυτό το οποίο μένει να εξετασθεί είναι η συμπεριφορά του κατέχοντος δεσπόζουσα θέση. Στην περίπτωση κατά την οποία ο κάτοχος δεσπόζουσας θέσης χρησιμοποιεί τις δυνατότητες του για να επιτύχει πλεονεκτήματα τα οποία δεν θα επιτύγχανε άλλως πως, τότε, κατά κανόνα υπάρχει κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης. Συμπεριφορά την οποία μπορεί να έχει ο οιοσδήποτε επιχειρών, πολλές φορές απαγορεύεται στον κατέχοντα την δεσπόζουσα θέση, διότι ακριβώς θα πρέπει να είναι πολύ προσεκτικός κατά την χρήση της. Μέχρι πού όμως το άρθρο 6 εμποδίζει την εταιρεία που κατέχει δεσπόζουσα θέση να αμυνθεί από συνδυασμένες επιθέσεις ανταγωνιστών της είναι ζήτημα εξαιρετικής σημασίας. Ενώ δηλαδή συμπεριφορά ή πρακτική η οποία είναι πλήρως νόμιμη και ενδεδειγμένη για μια μικρή επιχείρηση, εντούτοις η ίδια πρακτική μπορεί να αποτελεί κατάχρηση για την κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση.

Αυτό πιστεύω είναι το συμπέρασμα από την όλη ενασχόληση με το άρθρο 6 του Νόμου και αυτό προσπάθησα να σας υποδείξω σε γενικές γραμμές, ελπίζω επιτυχώς, σε ένα τομέα ο οποίος και δύσκολος είναι αλλά και εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει.


ΚΩΣΤΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ







  Twitter Icon  Facebook Icon

Cartel Hotline

Αποφάσεις Επιτροπής

whistleblowers

Κριτήρια Προτεραιότητας

Προστασία Προσωπικών Δεδομένων

Σχέδιο Δημοσίευσης-Ν.184(Ι)/2017

Δημόσια Διαβούλευση

Πρόγραμμα Αμισθί Πρακτικής Εκπαίδευσης

Δημόσιες Συμβάσεις

Καν' το Ηλεκτρονικά

Ενημέρωσέ με

Προγράμματα Κατάρτισης Κέντρου Παραγωγικότητας

Περί Κϋπρου