Η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (εφεξής η «Επιτροπή») ανακοινώνει ότι στις 12/10/2023 το Εφετείο εξέδωσε απόφαση στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 28/2019 με την οποία απορρίφθηκε η έφεση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (εφεξής «ΑΤΗΚ»/«εφεσείουσα») εναντίον της Επιτροπής και της Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Επιτροπής, κατά πλειοψηφία (εφεξής οι «εφεσίβλητοι»).
Σημειώνεται ότι το Διοικητικό Δικαστήριο με την απόφασή του στην Προσφυγή αρ. 5665/2013 ημερομηνίας 10/1/2019, είχε απορρίψει το σύνολο των λόγων ακύρωσης, επικυρώνοντας την απόφαση της Επιτροπής με αρ.19/2013.
Στην απόφασή του στην Αναθεωρητική Έφεση αρ. 28/2019 ημερομηνίας 12/10/2023, αναφορικά με τον ισχυρισμό που τέθηκε από την Εφεσείουσα επί του πρώτου λόγου έφεσης ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσαν οι Εφεσίβλητοι να προβούν σε επανεξέταση μετά την ακύρωση της πρώτης απόφασης τους επί της καταγγελίας στην Προσφυγή αρ. 839/2006, το Εφετείο απέρριψε το συγκεκριμένο λόγο έφεσης. Σχετικά σημειώθηκε ότι, απορρίπτοντας τη θέση των Εφεσειόντων περί μη δυνατότητας των Εφεσίβλητων να προβούν σε επανεξέταση, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε, μεταξύ άλλων, στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου υπό μονομελή σύνθεση, στην Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου ν. Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού, Υπόθεση αρ. 2004/2012, ημερομηνίας 29/9/2015, η οποία επικυρώθηκε κατ' έφεση. Επιπλέον, το Εφετείο σημείωσε ότι θεωρεί σωστή τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με την επίκληση των προνοιών των Άρθρων 41 και 53(4) του Ν.13(Ι)/2008, αναφέροντας ότι εν προκειμένω δεν επεβλήθη οποιοδήποτε διοικητικό πρόστιμο στους Εφεσείοντες και ότι το Άρθρο 41 του Ν. 13(Ι)/2008 προβλέπει για την προθεσμία επιβολής διοικητικών προστίμων από την Επιτροπή. Περαιτέρω, το Εφετείο σημείωσε ότι ακόμα και αν θεωρηθεί ότι η αναγνωριστική επίδικη απόφαση είναι διοικητική κύρωση, ιδιαίτερα διαφωτιστικό είναι το απόσπασμα της απόφασης ΑΡΧΗ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ν. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ κ.ά., Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 60/2016, ημερομηνίας 6/9/2023, στο οποίο και παρέπεμψε.
Ως προς το δεύτερο λόγο έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η Επιτροπή μπορούσε να ελέγξει κανονιστική διοικητική πράξη και να θεωρήσει την υποχρεωτική συμμόρφωση προς αυτή ως ενέργεια της επιχείρησης, το Εφετείο απέρριψε αυτόν, σημειώνοντας ότι δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε μεμπτό στην κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, του οποίου τα ευρήματα συνάδουν με αυτά του αποφασίζοντος οργάνου, κατά τρόπο ώστε να μην χωρεί παρέμβαση του Δικαστηρίου.
Ως προς τον τρίτο λόγο έφεσης, ότι εσφαλμένα το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε τις αιτιάσεις ακυρότητας που προέβαλαν οι Εφεσείοντες, ως τεχνικά θέματα και κατέληξαν σε εύλογο επιτρεπτό αποτέλεσμα, το Εφετείο απέρριψε αυτόν, θεωρώντας ορθή την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επρόκειτο για τεχνικής φύσεως θέματα. Ως καταγράφεται στην απόφαση: «Κρίνουμε ότι τα ζητήματα αυτά εντάσσονται στο γενικότερο ζήτημα της καταλληλότητας της μεθοδολογίας που ακολουθείται από το διοικητικό όργανο και την αξιολόγηση του κοστολογικού συστήματος, που αποτελούν θέματα κατά κανόνα ανέλεγκτα από το αναθεωρητικό Δικαστήριο (βλ. Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ 345, ΑΤΗΚ v. Επιτρόπου Ρύθμισης Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομείων, Υπόθεση Αρ. 1564/2007, ημερομηνίας 4/6/2010). Πρόσθετα, δεν διακρίνουμε πλάνη σε σχέση με τα πιο πάνω ζητήματα. Όπως έχει αναφερθεί από την ΕΠΑ, για να οδηγηθεί σε ασφαλές ανώτατο όριο, βασίστηκε στην ανάλυση των στοιχείων κόστους, έλαβε υπόψη τη χρέωση από το διεθνές δίκτυο της ΑΤΗΚ για το 2002, τον συνολικό αριθμό των εξερχομένων λεπτών διεθνούς τηλεφωνίας του 2002, τον αριθμό των συνδέσεων και τέλος έκανε αναφορά στο ΔΕ 9/2003 στη βάση δεδομένων του 2002. Στην επιστολή δε της ΑΤΗΚ ημερομηνίας 7/6/2003, αναφέρεται ότι ο Επίτροπος πολύ ορθά υιοθέτησε τις αρχές του benchmarking ως διεθνώς παραδεκτής μεθόδου. Κατά συνέπεια ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν αφήνετο περιθώριο επέμβασης του αναθεωρητικού Δικαστηρίου και ο Λόγος Έφεσης 3 απορρίπτεται.».
Εξετάζοντας τον τέταρτο λόγο έφεσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διαπιστώνει μεροληψία, αυθαιρεσία και καταδιωκτική διάθεση των Εφεσίβλητων σε βάρος των Εφεσειόντων, το Εφετείο απέρριψε και αυτόν, αφού διαπίστωσε ότι δεν είχε προωθηθεί συναφής λόγος ακύρωσης κατά την πρωτόδικη διαδικασία και συνεπώς δεν έτυχε εξέτασης, σύμφωνα με την πάγια θέση της νομολογίας.
Υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή, με την αναγνωριστική απόφασή της ημερομηνίας 12/04/2013, είχε αποφασίσει ότι στοιχειοθετείται παράβαση του άρθρου 6(1)(α) του Νόμου ως ίσχυε τότε, από μέρους της ΑΤΗΚ, ως αποτέλεσμα των τιμών αγοράς των υπηρεσιών Διεθνών Ιδιωτικών Μισθωμένων Συνδέσεων και συγκεκριμένα, της υπηρεσίας CytaBusiness.Link, που επέβαλε το 2003.
Αντικείμενο της υπόθεσης ήταν η καταγγελία της Callsat Telecom Ltd ημερομηνίας 18 Οκτωβρίου 2002, η οποία υποβλήθηκε στην Επιτροπή εναντίον της ΑΤΗΚ σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμόν καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσης εκ μέρους της ΑΤΗΚ, στον τομέα της διάθεσης διεθνών ιδιωτικών μισθωμένων συνδέσεων (ΔΙΜΣ).
Η σχετική Απόφαση υπ’ αριθμόν 28/2019 του Εφετείου μπορεί να ανευρεθεί στην ιστοσελίδα της Επιτροπής.
Σχετικές αποφάσεις
Η απόφαση υπ’ αριθμόν 5665/2013 του Διοικητικού Δικαστηρίου
H απόφαση ΕΠΑ 19/2013 - Καταγγελία της εταιρείας CallSat Telecom Ltd εναντίον της Α.ΤΗ.Κ. για πιθανή παράβαση του άρθρου 6 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου (Αρ. Φακέλου 11.17.01.1/2003, ηµερ. Απόφασης 12/04/2013).
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
23/10/2023
|