Στις 28/3/2014 δημοσιεύτηκε στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού (Τροποποιητικός) Νόμος του 2014, οπόταν και τέθηκε σε ισχύ. Σκοπός του παρόντος τροποποιητικού Νόμου είναι η ενίσχυση των εξουσιών της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού μέσω της περαιτέρω σύγκλισης της εθνικής νομοθεσίας με το ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού, που θα συμβάλει στην βελτίωση της αποτελεσματικής εφαρμογή τους ανταγωνισμού και την προαγωγή συνθηκών υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά.
Η Επιτροπή, δυνάμει των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 2008 έως 2014, θα έχει, μεταξύ άλλων, τις ακόλουθες πρόσθετες εξουσίες:
(α) να καθορίζει κριτήρια για την εξέταση καταγγελιών κατά προτεραιότητα (Άρθρο 11 του τροποποιητικού νομοσχεδίου –του Βασικού Νόμου Άρθρο 23Α). Τα κριτήρια αυτά θα λαμβάνουν υπόψη ιδίως το δημόσιο συμφέρον, τις πιθανές επιπτώσεις στον ανταγωνισμό και/ή στους καταναλωτές, ενώ η απόφαση θα εκδίδεται κατόπιν διεξαγωγής δημόσιας διαβούλευσης. Η απόφαση της Επιτροπής, δύναται να τροποποιηθεί όποτε τούτο κριθεί αναγκαίο και σε κάθε περίπτωση εντός τριών ετών από την δημοσίευσή της στην επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Η παραχώρηση αυτής της εξουσίας στην Επιτροπή προκύπτει από την ανάγκη στοχευμένης δράσης στη βάση των ως άνω κριτηρίων με απώτερο σκοπό την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση σημαντικών στρεβλώσεων στην αγορά μέσω συνεκτικής και αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων του ανταγωνισμού.
Σημειώνεται ότι σε περίπτωση που καταγγελία αφορά πράξη, παράλειψη ή συμπεριφορά που δεν εντάσσεται στις προτεραιότητες της Επιτροπής, κατά τα οριζόμενα στο Άρθρο 23Α, η Επιτροπή ενημερώνει σχετικά το πρόσωπο που υπέβαλε την καταγγελία.
(β) Να διεξάγει έρευνες σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας ή σε τύπους συμφωνιών σε διάφορους κλάδους της οικονομίας, όταν η πορεία των εμπορικών συναλλαγών, η δυσκαμψία των τιμών ή άλλες περιστάσεις δημιουργούν υπόνοιες για πιθανό περιορισμό ή στρέβλωση του ανταγωνισμού στη Δημοκρατία. Η Επιτροπή δύναται να αποφασίζει κατά πόσο θα δημοσιεύσει την έκθεση με τα αποτελέσματα της έρευνάς της. Επίσης, η Επιτροπή έχει την εξουσία να χρησιμοποιεί τα στοιχεία, τα οποία προκύπτουν από την έρευνα, σε υποθέσεις διερεύνησης πιθανών παραβάσεων των άρθρων 3 και/ή 6 του Νόμου και/ή των Άρθρων 101 ΣΛΕΕ και/ή 102 ΣΛΕΕ. (Άρθρο 21 του Τροποποιητικού Νόμου- Βασικού Νόμου άρθρο 32Α)
(γ) Να λαμβάνει δηλώσεις μέσα από συνεντεύξεις με κάθε φυσικό η νομικό πρόσωπο, το οποίο συναινεί προς αυτό, με σκοπό τη λήψη δηλώσεων αναφορικά με το αντικείμενο της διενεργούμενης έρευνας. Αυτή η εξουσία δίνει πρόσθετη δυνατότητα συλλογής πληροφοριών που σκοπό έχει την ταχύτερη διεκπεραίωση των ερευνών. (Άρθρο 30 του Τροποποιητικού Νόμου- Βασικού Νόμου άρθρο 30Α)
(δ) Να συνεργάζεται με τις ρυθμιστικές ή άλλες αρχές που ασκούν έλεγχο σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας και να ζητά τη συνδρομή τους καθώς επίσης να συνάπτει Πρωτόκολλα συνεργασίας με άλλες Αρχές Ανταγωνισμού. (Άρθρο 11 του τροποποιητικού νομοσχεδίου –του Βασικού Νόμου Άρθρο 23Β)
Η Επιτροπή επισημαίνει ότι ο Νόμος ως έχει τροποποιηθεί, προβλέπει ρητά ότι το πρόσωπο, η επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων, ο δημόσιος ή ο ιδιωτικός φορέας, προς τους οποίους απευθύνεται αίτημα της Επιτροπής για συλλογή πληροφοριών δυνάμει του άρθρου 30 του Νόμου, οφείλει με την υποβολή των αιτούμενων πληροφοριών, να προσδιορίζει έγγραφα, δηλώσεις και οποιοδήποτε υλικό θεωρεί ότι περιέχει εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες και/ή επιχειρηματικά απόρρητα αιτιολογώντας την άποψή του, και παρέχει χωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή τούτων εντός προθεσμίας που τάσσει η Επιτροπή για τη γνωστοποίηση των απόψεων του/της. Επισημαίνεται ότι το αίτημα εμπιστευτικότητας πρέπει να αιτιολογείται, για κάθε διαγραμμένη πληροφορία και πρέπει να δίδεται αιτιολόγηση για το λόγο που η διαγραμμένη πληροφορία αποτελεί επαγγελματικό απόρρητο ή εμπιστευτική πληροφορία και το λόγο που η ενδεχόμενη αποκάλυψη της εν λόγω πληροφορίας μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή βλάβη της επιχείρησης. Εάν το πρόσωπο, η επιχείρηση ή η ένωση επιχειρήσεων ή ο ιδιωτικός φορέας δεν ασκήσει την δυνατότητα που του παρέχεται δυνάμει του εδαφίου (10), η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει ότι τα υποβαλλόμενα στην Επιτροπή έγγραφα, δηλώσεις και το υπόλοιπο υλικό, δεν περιέχουν απόρρητα στοιχεία ή εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες.
Τέλος, η Επιτροπή ενημερώνει τις επιχειρήσεις, τις ενώσεις επιχειρήσεων, όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα ότι ο Νόμος ως έχει τροποποιηθεί, τροποποιεί τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται από την Επιτροπή για παραβάσεις των διατάξεων των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου. Οι νέες διοικητικές κυρώσεις που τίθενται σε ισχύ από τις 28/3/2014 είναι οι ακόλουθες:
* Για κάθε παράβαση των άρθρων 3 ή/και 6 και/ή των άρθρων 101 ΣΛΕΕ ή/και 102 ΣΛΕΕ, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει διοικητά πρόστιμα ανερχόμενα ανάλογα με τη σοβαρότητα και τη διάρκεια της παράβασης μέχρι το 10% του κύκλου εργασιών της επιχείρησης ή μέχρι το άθροισμα του 10% του κύκλου εργασιών κάθε επιχείρησης που είναι μέλος της παραβαίνουσας ένωσης επιχειρήσεων, ο οποίος κύκλος εργασιών πραγματοποιήθηκε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. (άρθρο 24 (α) του Νόμου)
* Σε περίπτωση κατά την οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων δεν συμμορφώνονται με την εκδοθείσα απόφαση της Επιτροπής για τερματισμό της διαπιστωθείσας παράβασης και αποφυγής επανάληψης στο μέλλον ή/και με την επιβολή όρων και μέτρων συμπεριφοράς και/ή διαρθωτικού χαρακτήρα, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ανερχόμενο μέχρι το πέντε τοις εκατόν (5%) του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης. (άρθρο 24 (δ) του Νόμου)
* Σε περίπτωση κατά την οποία οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων δεν εκπληρώνουν αναληφθείσες από αυτές δεσμεύσεις, οι οποίες έχουν καταστεί υποχρεωτικές σύμφωνα με εκδοθείσα απόφαση, η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ανερχόμενο μέχρι το δέκα τοις εκατόν (10%) του κύκλου εργασιών, ο οποίος πραγματοποιήθηκε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. (άρθρο 25(2) του Νόμου).
* Σε περίπτωση κατά την οποία οι ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις ή ενώσεις επιχειρήσεων ενεργούν κατά τρόπο που αντιβαίνει σε απόφαση της Επιτροπή για τη λήψη προσωρινών μέτρων, η Επιτροπή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ανερχόμενο μέχρι το πέντε τοις εκατόν (5%) του κύκλου εργασιών, ο οποίος πραγματοποιήθηκε κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος (άρθρο 28(5) του Νόμου), καθώς και διοικητικό πρόστιμο ανερχόμενο μέχρι το πέντε τοις εκατόν (5%) του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε ημέρα παράλειψης αυτής να συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση της Επιτροπής για λήψη προσωρινών μέτρων (άρθρο 28(4) του Νόμου).
* Σε περίπτωση παράλειψης παροχής των αιτούμενων από την Επιτροπή πληροφοριών εντός ταχθείσας προθεσμίας, ή/και εκ προθέσεως ή εξ αμελείας παροχής ψευδών, ελλειπών ανακριβών ή παραπλανητικών πληροφοριών, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 30(7) του Νόμου, ανερχόμενο μέχρι και το ένα τοις εκατόν (1%) του κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος. Στην περίπτωση της παράλειψης παροχής των αιτούμενων πληροφοριών εντός ταχθείσας προθεσμίας, η Επιτροπή δύναται, δυνάμει του εδαφίου (8) του ίδιου άρθρου πρόσθετα να επιβάλει πρόστιμο ανερχόμενο μέχρι το πέντε τοις εκατόν (5%) του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης.
* Σε περίπτωση που επιχείρηση στα πλαίσια διεξαγωγής αιφνίδιας έρευνας από την Επιτροπή, εκ προθέσεως ή εξ αμελείας επιδεικνύει ελλειπή ή αλλοιωμένα τα αιτηθέντα από την Επιτροπή αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς ή άλλα επαγγελματικά έγγραφα, η Επιτροπή δύναται να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 31(7) του Νόμου, ανερχόμενο μέχρι και το ένα τοις εκατόν (1%) του κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος.
* Σε περίπτωση που επιχείρηση παραλείπει να συμμορφωθεί με την εντολή της Επιτροπής για διενέργεια αιφνίδιας έρευνας, η Επιτροπή δύναται, δυνάμει του άρθρο 30(8) να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ανερχόμενο μέχρι το πέντε τοις εκατόν (5%) του μέσου ημερήσιου κύκλου εργασιών κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης.
Επισημαίνεται ότι στις περιπτώσεις παραβάσεων των διατάξεων του βασικού νόμου και/ή μη συμμόρφωσης με απόφαση της Επιτροπής που συντελέστηκαν πριν από την ημερομηνία θέσης σε ισχύ του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού (Τροποποιητικού) Νόμου 2014, εφαρμόζονται οι διατάξεις του βασικού νόμου, σε σχέση με την επιβολή προστίμου. (Άρθρο 53(4) του Νόμου)
Ο περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού (Τροποποιητικός) Νόμος του 2014 είναι αναρτημένος στην ιστοσελίδα της Επιτροπής.