Σύμφωνα με το άρθρο 23(2) (ια) των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 2008 και 2014 (εφεξής ο «Νόμος»), η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (εφεξής η «Επιτροπή») μπορεί να εκδίδει ανακοινώσεις για ενημέρωση οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου σχετικά με θέματα της αρμοδιότητας της. Ως προς τούτο, η Επιτροπή σε συνεδρία της ημερομηνίας 29/3/2019 αποφάσισε όπως εκδώσει την παρούσα Ανακοίνωση ώστε να αντιμετωπίσει τα ζητήματα υποβολής αιτημάτων χαρακτηρισμού επιχειρηματικών απορρήτων και/ή εμπιστευτικής φύσεως πληροφοριών και υποβολής μη εμπιστευτικής εκδοχής εγγράφων.
Η παρούσα ανακοίνωση διευκρινίζει:
(α) τον τρόπο υποβολής αιτημάτων χαρακτηρισμού επιχειρηματικών απορρήτων και/ή εμπιστευτικής φύσεως πληροφοριών και
(β) τον τρόπο υποβολής μη εμπιστευτικής εκδοχής εγγράφων από πρόσωπα/ επιχειρήσεις / ενώσεις επιχειρήσεων/ δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς,
στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων των περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμων του 2008 και 2014, καθώς και του περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου του 2014.
Στόχοι της παρούσας ανακοίνωσης είναι η αποτελεσματικότερη διαχείριση των επιχειρηματικών απορρήτων και/ή εμπιστευτικής φύσεως πληροφοριών και η εξ αυτής εξοικονόμηση διοικητικών πόρων, η ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου και της διαφάνειας της διαδικασίας που ακολουθείται από την Επιτροπή.
Σύμφωνα με το άρθρο 30(10) του Νόμου, κατά την υποβολή ή συλλογή πληροφοριών τα πρόσωπα ή επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων ή δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς, προσδιορίζουν με αιτιολογημένη αίτησή τους (αίτηση χαρακτηρισμού επιχειρηματικών απορρήτων ή/και εμπιστευτικής φύσεως πληροφοριών) τις πληροφορίες, τα έγγραφα, δηλώσεις και οποιοδήποτε υλικό θεωρούν ότι περιέχει εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες και /ή επιχειρηματικά απόρρητα προσκομίζοντας/ αποστέλλοντας στην Επιτροπή χωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή.
Υποβολή αίτησης χαρακτηρισμού επιχειρηματικών απορρήτων ή/και εμπιστευτικής φύσεως πληροφοριών
Τα πρόσωπα ή επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων ή δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς, κατά την υποβολή πληροφοριών κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου πρέπει:
(α) να τεκμηριώνουν την αίτησή τους για την τήρηση επιχειρηματικού απορρήτου σχετικά με κάθε επιμέρους έγγραφο ή τμήμα εγγράφου, δήλωση ή τμήμα δήλωσης,
(β) να παράσχουν στην Επιτροπή τη μη εμπιστευτική εκδοχή των εγγράφων και δηλώσεων, στην οποία τα εμπιστευτικά αποσπάσματα διαγράφονται,
(γ) να παράσχουν ουσιώδη συνοπτική περιγραφή κάθε διαγραμμένου αποσπάσματος σε μη εμπιστευτική μορφή και σε περίπτωση που αυτές οι πληροφορίες αφορούν ποσοστά μεριδίων αγοράς να κοινοποιούνται σε κλίμακες πεντάδας έως 10% και ακολούθως με κλίμακες δεκάδας έως 100%,
(δ) να προσδιορίζουν τις επιχειρήσεις έναντι των οποίων οι προσδιορισθείσες πληροφορίες/στοιχεία θεωρούνται κατά την κρίση τους επιχειρηματικά απόρρητα.
Προσκόμιση ολοκληρωμένης μη εμπιστευτικής εκδοχής κάθε εγγράφου, δήλωσης ή αποσπάσματα αυτών
Τα πρόσωπα ή επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων ή δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς πρέπει να προσκομίσουν χωριστή μη εμπιστευτική εκδοχή των εγγράφων στην οποία θα έχουν διαγραφεί οι πληροφορίες τις οποίες θεωρούν επιχειρηματικά απόρρητά ή εμπιστευτική φύσεως και αντ’ αυτών θα πρέπει να υπάρχει η ένδειξη [ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ]. H μη εμπιστευτική έκδοση των εγγράφων θα πρέπει να αντικατοπτρίζει και εξ απόψεως μορφοποίησης του κειμένου (format) την εμπιστευτική έκδοση του εγγράφου αυτού. Για σκοπούς αποτελεσματικότητας, καλούνται τα μέρη επιπρόσθετα να προσκομίζουν σχέδιο της μη εμπιστευτικής εκδοχής των εγγράφων στο οποίο οι εμπιστευτικές πληροφορίες θα έχουν επισημανθεί με έγχρωμο μαρκαδόρο κατά τρόπο ώστε να είναι δυνατόν να αναγνωσθούν.
Κατά κανόνα δεν θα γίνονται δεκτά αιτήματα εμπιστευτικότητας για το σύνολο του εγγράφου, εφόσον είναι εφικτό να προστατεύονται οι εμπιστευτικές πληροφορίες με συγκεκριμένες διαγραφές. Κατ’ ελάχιστον δεν θα πρέπει να διαγράφονται οι τίτλοι και οι επικεφαλίδες σε έγγραφα/ πίνακες /εικόνες και γραφήματα. Σε αντίθετη περίπτωση θα πρέπει να προσκομίζεται μη εμπιστευτική μορφή αυτών. Διευκρινίζεται ότι δεν θα γίνονται δεκτές λευκές σελίδες.
Για καλύτερη κατανόηση, τα πρόσωπα ή επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων ή δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς που υποβάλλουν τις πληροφορίες θα πρέπει να παράσχουν μια μη εμπιστευτική περιγραφή της προς απόκρυψη πληροφορίας από την οποία να προκύπτει το νόημα της πληροφορίας. Από τη μη εμπιστευτική εκδοχή και από τις συνοπτικές περιγραφές που αντικαθίστανται τα εμπιστευτικά τμήματα θα πρέπει να παρέχονται στοιχεία ούτως ώστε τα μέρη που λαμβάνουν πρόσβαση σ’ αυτά να μπορούν να εκτιμήσουν αν η διαγραφείσα πληροφορία είναι πιθανόν να είναι αναγκαία για την άσκηση των δικαιωμάτων τους.
Όταν διαγράφονται ποσοστά μεριδίων αγοράς, θα πρέπει να αντικαθίστανται με εύρος 5% έως το 10%, ως εξής: [0-5)%, [5-10)%, και ακολούθως με εύρος 10% ως εξής [10-20)%, [20-30)%, [30-40)%, [40-50)%, [50-60)%, [60-70)%, [70-80)%, [80-90)% και [90-100]%.
Επισημαίνεται ότι στην περίπτωση αποστολής της μη εμπιστευτικής εκδοχής ηλεκτρονικά, πρέπει να διασφαλίζεται από το πρόσωπο/ επιχείρηση/ ένωση επιχειρήσεων/ δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα ότι το ηλεκτρονικό αρχείο δεν μπορεί να αλλοιωθεί με τρόπο που να είναι δυνατή η αποκάλυψη των στοιχείων/ πληροφοριών που έχουν υποδειχθεί ως ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ. Επίσης, πρέπει να διασφαλίζεται ότι οι ιδιότητες(properties) των εγγράφων που υποβάλλονται ηλεκτρονικά, δεν αποκαλύπτουν πληροφορίες εμπιστευτικής φύσης και επιχειρηματικά απόρρητα.
Τονίζεται πως οι μη εμπιστευτικές εκδοχές των υποβαλλόμενων εγγράφων, οι περιγραφές και οι περιλήψεις πιθανόν να καταστούν προσβάσιμες στα εμπλεκόμενα στην υπόθεση μέρη δυνάμει του άρθρου 17 του Νόμου, και δεν θα πρέπει, ως εκ τούτου, να περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα ή εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες.
Τέλος, επισημαίνεται ότι στη εμπιστευτική μορφή των εγγράφων θα πρέπει να υπάρχει ένδειξη [ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ] και όχι η ένδειξη [ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ] ή [ΑΠΟΡΡΗΤΟ]*. Σημειώνεται περαιτέρω ότι έγγραφο με τυποποιημένες σφραγίδες με την ένδειξη [ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ] ή [ΑΠΟΡΡΗΤΟ] ή άλλη ένδειξη και αυτοματοποιημένες επιφυλάξεις εμπιστευτικότητας σε ηλεκτρονική αλληλογραφία (disclaimers) δεν θα θεωρούνται αιτιολογημένο αίτημα για το χαρακτηρισμό επιχειρηματικών απορρήτων ή/και εμπιστευτικής φύσεως πληροφοριών.
Αιτιολογία του αιτήματος χαρακτηρισμού επιχειρηματικών απορρήτων ή/και εμπιστευτικής φύσεως πληροφοριών
Τα πρόσωπα ή επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων ή δημόσιοι ή ιδιωτικοί φορείς οφείλουν να αιτιολογούν προσηκόντως το αίτημα για το χαρακτηρισμό επιχειρηματικών απορρήτων ή/και εμπιστευτικής φύσεως πληροφοριών και ειδικότερα να εξηγούν με σαφήνεια:
(α) γιατί μια πληροφορία συνιστά επιχειρηματικό απόρρητο και εμπιστευτικής φύσεως πληροφορία και
(β) με ποιον τρόπο θα έβλαπτε σημαντικά την επιχείρηση ή τρίτο φυσικό ή νομικό πρόσωπο η αποκάλυψη της.
Εάν το πρόσωπο ή επιχείρηση ή ένωση επιχειρήσεων ή δημόσιος ή ιδιωτικός φορέας δεν ασκήσει τη δυνατότητα που του παρέχεται δυνάμει του άρθρου 30(10) του Νόμου, τότε η Επιτροπή δύναται να θεωρήσει ότι τα αντίστοιχα έγγραφα, δηλώσεις και το υπόλοιπο υλικό δεν περιέχουν επιχειρηματικά απόρρητα ή εμπιστευτικής φύσεως πληροφορίες.
Σε κάθε περίπτωση υπογραμμίζεται ότι ο χαρακτηρισμός μιας πληροφορίας ως εμπιστευτικής φύσεως ή και επιχειρηματικό απόρρητο δεν εμποδίζει την Επιτροπή να αποκαλύψει και να χρησιμοποιήσει τα πληροφοριακά στοιχεία οσάκις τούτο είναι αναγκαίο για τη διαπίστωση παράβασης/ παραβάσεων των άρθρων 3 και 6 του Νόμου καθώς και των άρθρων 101 και 102 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προς εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου Βλέπε άρθρο 33 του Νόμου** ή για την εφαρμογή του περί Ελέγχου των Συγκεντρώσεων Επιχειρήσεων Νόμου του 2014.
ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
* Σημειώνεται ότι σύμφωνα το περί της Ασφάλειας Διαβαθμισμένων Πληροφοριών Διάταγμα του 2013, Κ.Δ.Π. 410/2013, οι διαβαθμισμένες πληροφορίες κατατάσσονται στις εξής κατηγορίες «ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟ», «ΑΠΟΡΡΗΤΟ», «ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΑ» και «ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΧΡΗΣΗΣ».
«Αρ.4(1)(α) Άκρως Απόρρητα ή (ΑΑΠ) στις περιπτώσεις που η κοινολόγησή τους σε μη εξουσιοδοτημένο φυσικό πρόσωπο, μπορεί να προξενήσει εξαιρετικά σοβαρή ζημία στα ζωτικά συμφέροντα και στην σταθερότητα των θεσμών της Δημοκρατίας.
(β) Απόρρητα ή (ΑΠ) στις περιπτώσεις που η κοινολόγησή τους σε μη εξουσιοδοτημένο φυσικό πρόσωπο, μπορεί να βλάψει σοβαρά τα ζωτικά συμφέροντα και τη σταθερότητα των θεσμών της Δημοκρατίας.
(γ) Εμπιστευτικά ή (ΕΜ) στις περιπτώσεις που η κοινολόγηση τους σε μη εξουσιοδοτημένο φυσικό πρόσωπο μπορεί να βλάψει τα ζωτικά συμφέροντα και τη σταθερότητα των θεσμών της Δημοκρατίας.
(δ) Περιορισμένης Χρήσης ή (ΠΧ) στις περιπτώσεις που η κοινολόγηση τους σε μη εξουσιοδοτημένο φυσικό πρόσωπο είναι αντίθετη προς τα ζωτικά συμφέροντα και τη σταθερότητα των θεσμών της Δημοκρατίας και η κοινολόγηση, σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί να γίνει για υπηρεσιακούς λόγους, μόνο στον απαραίτητο αριθμό προσώπων, για τα οποία δεν απαιτείται η έκδοση ειδικής εξουσιοδότησης.»
**Βλέπε άρθρο 33 του Νόμου.
|