Έμβλημα Κυπριακής Δημοκρατίας

Νέα


ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ: Απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου υπ’ Αρ. 2004/2012 επί της προσφυγής της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου
18/01/2016

Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου
Αιτητών
Και
1. Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού
2. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού
Καθ’ ων η αίτηση
----------------
Η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού (εφεξής η «Επιτροπή») ανακοινώνει ότι, στις 29 Σεπτεμβρίου 2015 το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου έκδωσε την υπ’ αριθμό 2004/2012 απόφαση, η οποία απέρριψε όλους τους λόγους προσφυγής που είχε καταχωρήσει η Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (εφεξής η «ΑΤΗΚ») εναντίον της απόφασης της Επιτροπής υπ’ αριθμόν 48/2012.

Αντικείμενο της προαναφερθείσας απόφασης της Επιτροπής αποτέλεσε καταγγελία της Εταιρείας Thunderworx Ltd (διάδοχη κατάσταση της οποίας είναι η εταιρεία Primetel), προς την Επιτροπή στις 11/10/2005 εναντίον της ΑΤΗΚ «αναφορικά με την παροχή υπηρεσιών συντόμων γραπτών μηνυμάτων προστιθέμενης αξίας (premium SMS) στους εναλλακτικούς παρόχους ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπου η χρέωση γίνεται κατά τον τερματισμό, κατά παράβαση του Ν.207(Ι)/1989, ως ίσχυε τότε και ο οποίος έχει αντικατασταθεί από τον περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμο Ν.13(Ι)/2008» λόγω «της συμπεριφοράς της ΑΤΗΚ να μη δίδει τη δυνατότητα σε εναλλακτικούς παρόχους (όπως το ΕΜ) να προσφέρουν στο καταναλωτικό κοινό την πιο πάνω υπηρεσία».

Το Δικαστήριο, κατόπιν διεξοδικής και λεπτομερούς ανάλυσης, επικύρωσε την απόφαση που έλαβε η Επιτροπή με Αρ. 48/2012 εναντίον της ΑΤΗΚ, με την οποία της είχε επιβληθεί το διοικητικό πρόστιμο των €960.000.

Το Δικαστήριο προέβη σε λεπτομερή αναφορά στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και τη διαδικασία που ακολούθησε η Επιτροπή για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασής της και ανέλυσε διεξοδικά τους πολλαπλούς λόγους ακύρωσης, που τέθηκαν και αφορούσαν (α) τη βασιμότητα ή εγκυρότητα της διαδικασίας από το 2005 έως την επίδικη απόφαση της Επιτροπής ειδικά ως προς τη δυνατότητα επανεξέτασης εκ μέρους της Επιτροπής και (β) την έλλειψη έρευνας και την έλλειψη ή λανθασμένη αιτιολογία, όπου τέθηκαν σωρεία ισχυρισμών.

Επί των διαφόρων λόγων που προβλήθηκαν περί της βασιμότητας ή εγκυρότητας της διαδικασίας από το 2005 μέχρι την επίδικη απόφαση της Επιτροπής και τη δυνατότητα επανεξέτασης της υπόθεσης από την Επιτροπή, το Δικαστήριο αναφέροντας ότι η Επιτροπή είναι διοικητικό όργανο και η φύση της λειτουργίας της διοικητική, έκρινε ότι, εφόσον η ακύρωση συντελέστηκε εκ του αναρμοδίου, ως εκ της παράνομης σύνθεσης σώματος της Επιτροπής, η επανεξέταση μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Επ’ αυτού καταληκτικά, το Δικαστήριο ανέφερε ότι: «Η ανάκληση της διαδικασίας έναρξης της καταγγελίας (χωρίς ωστόσο τελικό αποτέλεσμα) έγινε λόγω αλλαγής ή προβλήματος στη σύνθεση της Επιτροπής. Ήταν θεμιτή ενέργεια

Επιπρόσθετα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι έλαβε υπόψη τα ειδικά περιστατικά της υπόθεσης από την καταγγελία το 2005 και ότι η ανάκληση συνιστούσε επανάληψη της διαδικασίας και κατέληξε ότι οι περιστάσεις επιτρέπουν και εν τίνι τρόπω επιβάλλουν την επανεξέταση, παρά το χρόνο που παρήλθε. Για ό,τι αφορά τον ισχυρισμό της ΑΤΗΚ ότι η μη επιστροφή του πρώτου (ακυρωθέντος) προστίμου δημιουργούσε κώλυμα, το Δικαστήριο, απορρίπτοντας τούτο, κατέληξε ότι δεν θεωρεί ότι δημιουργεί κώλυμα οποιουδήποτε είδους.

Αναφορικά με την προθεσμία και την προβαλλόμενη παραγραφή, που τέθηκε από μέρους της ΑΤΗΚ, το Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη το άρθρο 41 του Νόμου, Αρ. 13(Ι)/2008, κατέληξε ότι επρόκειτο για συνεχιζόμενη παράβαση και ότι τα πέντε έτη δεν είχαν παρέλθη.

Επί των λόγων που τέθηκαν από την ΑΤΗΚ για έλλειψη δέουσας έρευνας της Επιτροπής και έλλειψη ή λανθασμένη αιτιολογία, το Δικαστήριο ανέφερε ότι δεν επεμβαίνει σε μια διοικητική πράξη αν από τα ενώπιον του γεγονότα προκύπτει ότι η απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή. Το Δικαστήριο δήλωσε ότι από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης δεν έχει αμφιβολία ότι η Επιτροπή έλαβε υπόψη της όλα τα ουσιώδη γεγονότα και συνεκτίμησε όλα τα αναγκαία στοιχεία που αποτελούσαν το σχετικό διοικητικό φάκελο, αφού έδωσε ευκαιρία στους αιτητές να προβάλουν γραπτώς και προφορικώς τις θέσεις τους.

Καταλήγοντας, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή άσκησε τη διακριτική της ευχέρεια και διατύπωσε την εκτίμησή της κατά τρόπο αιτιολογημένο και εύλογα επιτρεπτό. Επισημάνθηκε δε ότι ο έλεγχος της πράξης ανέδειξε εύλογα επιτρεπτή την κρίση της Διοίκησης και οι Αιτητές (ΑΤΗΚ) σε κανένα σημείο δεν κατόρθωσαν να πείσουν το Δικαστήριο ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα ή άλλως πως.

Στη βάση των πιο πάνω, το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της ΑΤΗΚ και επικύρωσε την απόφαση της Επιτροπής υπ. αρ. 48/2012.

Η σχετική Απόφαση υπ’ αριθμόν 2004/2012 του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου μπορεί να ανευρεθεί στoν πιο κάτω σύνδεσμο:

http://www.competition.gov.cy/competition/Competition.nsf/All/2006470E5B35A70FC2257ED6001C3ED7/$file/Υπόθεση%202004_2012.pdf


ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

18/1/2016







  Twitter Icon  Facebook Icon

Cartel Hotline

Αποφάσεις Επιτροπής

whistleblowers

Κριτήρια Προτεραιότητας

Προστασία Προσωπικών Δεδομένων

Σχέδιο Δημοσίευσης-Ν.184(Ι)/2017

Δημόσια Διαβούλευση

Πρόγραμμα Αμισθί Πρακτικής Εκπαίδευσης

Δημόσιες Συμβάσεις

Καν' το Ηλεκτρονικά

Ενημέρωσέ με

Προγράμματα Κατάρτισης Κέντρου Παραγωγικότητας

Περί Κϋπρου